ύβωμα

ύβωμα
το / ὕβωμα, -ώματος, ΝΑ
κύρτωμα ράχης, ύβος, καμπούρα
νεοελλ.
1. (γεωγρ·) τοποθεσία με ενδιάμεσο υψόμετρο, η οποία περιβάλλεται από περιοχές αντίθετου αναγλύφου, λ.χ. όρη ή λόφοι από τη μία πλευρά και πεδιάδες από την άλλη, τοποθεσία που αποτελεί συχνά και υδροκρίτη
2. φρ. «υποθαλάσσιο ύβωμα»
γεωλ. ανυψωμένο τμήμα τού θαλάσσιου πυθμένα, συνήθως με τη μορφή ράχης, που διαχωρίζει δύο θαλάσσιες λεκάνες ή, πιο συχνά, απομονώνει ένα βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβοῦμαι. Ως όρος τής γεωγρ. και τής γεωλ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρων πρβλ. γαλλ. seuil και αγγλ. submarine sill, αντίστοιχα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὕβωμα — hump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβωμα — το, ατος το κύρτωμα της ράχης, ο ύβος, η καμπούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑβωμάτων — ὕβωμα hump neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβώματα — ὕβωμα hump neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβώματος — ὕβωμα hump neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… …   Dictionary of Greek

  • ύβος — ο 1. παθολογικό κύρτωμα ή εξόγκωμα της ράχης ή του στήθους εξαιτίας παραμόρφωσης της σπονδυλικής στήλης ή του στέρνου, ύβωμα, καμπούρα. 2. το κύρτωμα, η καμπούρα της ράχης της καμήλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύβωση — η 1. η κύρτωση, η κύφωση, το καμπούριασμα, το να γίνεται κάτι κυρτό. 2. ύβωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”